Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαντομάς ο [fandomás] Ο1 : αόρατος, ασύλληπτος κακοποιός. || (επέκτ.) για κπ. που εμφανίζεται και εξαφανίζεται ξαφνικά και χωρίς να γίνεται αντιληπτός: Παρουσιάστηκε μπροστά μου σαν ~.
[λόγ. < γαλλ. Fantἄmas (< fantἄme δες φάντασμα) ήρωας μυθιστορημάτων των M. Allain και Ρ. Sauvestre]



