Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαμελιά η [famelá] Ο24 & φαμίλια η [famíla] Ο25α : (λαϊκότρ.) η οικογέ νεια: Δούλευε ολημερίς για να θρέψει τη ~ του.
[μσν. φαμελιά < ελνστ. *φαμελία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. famil(ia) ( [famí-] ) -ία με τροπή του άτ. [il > el] · ιταλ. famiglia (< λατ. familia)]
- φαμελιάρης ο [fameláris] Ο11 : (λαϊκότρ.) ο οικογενειάρχης· φαμελίτης.
[ελνστ. φαμελιάριος με αποφυγή της χασμ. < λατ. familiaris `φίλος΄ κατά τη σημ. της λ. φαμελιά (τροπή του άτ. [il > el] )]