Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φαμελιά η [famelá] Ο24 & φαμίλια η [famíla] Ο25α : (λαϊκότρ.) η οικογέ νεια: Δούλευε ολημερίς για να θρέψει τη ~ του.
[μσν. φαμελιά < ελνστ. *φαμελία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. famil(ia) ( [famí-] ) -ία με τροπή του άτ. [il > el] · ιταλ. famiglia (< λατ. familia)]