Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φαβορίτα η [favoríta] Ο25 : τμήμα του γενιού ως προέκταση των μαλλιών πάνω από τα μάγουλα και μπροστά από τα αυτιά, σε μήκος και φάρδος που ποικίλλει: Οι φαβορίτες επανέρχονται κατά καιρούς στη μόδα.
[βεν. favorit(e) (πληθ.) -α]