Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φέρελπις
1 item total
φέρελπις ο [férelpis] Ο γεν. φερέλπιδος, πληθ. φερέλπιδες, γεν. φερέλπιδων και φερελπίδων : (λόγ., για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που δημιουργεί ελπίδες. || (ως επίθ.): Φερέλπιδες νέοι.

[λόγ. φέρ(ω) + -ελπις κατά το εύελπις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go