Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπόκοσμος
1 item total
υπόκοσμος ο [ipókozmos] Ο20α : σύνολο ανθρώπων οι οποίοι ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας και αναπτύσσουν παράνομη δραστηριότητα: Ο ~ των μεγαλουπόλεων. Άνθρωποι του υποκόσμου.

[λόγ. υπο- κόσμος μτφρδ. αγγλ. underworld]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go