Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποψήφιος
1 εγγραφή
υποψήφιος -α -ο [ipopsífios] Ε6 : 1.που επιδιώκει να καταλάβει ένα αξίωμα συμμετέχοντας σε εκλογή με ψηφοφορία: ~ δήμαρχος / βουλευτής. 2. που παίρνει μέρος σε ένα διαγωνισμό ή που περνάει από μια κρίση, με σκοπό να καταλάβει μία συγκεκριμένη θέση: ~ φοιτητής. ~ διευθυντής. 3. που βρίσκεται στο προστάδιο για την πραγμάτωση ενός στόχου που επιθυμεί και επιδιώκει: Yποψήφιοι αγοραστές. Yποψήφιες μητέρες. Είναι ένας ~ συγγραφέας. ~ γαμπρός. || (ως ουσ.) ο υποψήφιος, θηλ. υποψήφια: Tο κόμμα κατεβάζει υποψηφίους σε όλη την επικράτεια. Θα κατέβει ~; Οι θέσεις είναι περισσότερες από τους υποψηφίους. Φροντιστήριο για υποψηφίους, για σπουδαστές που θα διαγωνιστούν για μια θέση στις ανώτατες σχολές.

[λόγ.: 1: ελνστ. ὑποψήφιος· 2: σημδ. γαλλ. candidat· 3: σημδ. αγγλ. aspirant (συν. του candidate)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες