Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υποσιτίζω
1 item total
υποσιτίζω [ipositízo] -ομαι Ρ2.1 : παρέχω σε κπ. τροφή ανεπαρκή σε ποσότητα ή σε θρεπτικά συστατικά, δεν τον διατρέφω καλά. ANT υπερσιτίζω: Οι λαοί του τρίτου κόσμου υποσιτίζονται.

[λόγ. υπο- σιτίζω < μππ. υποσιτισμένος (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. sous-alimenté ή αγγλ. under nourished]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go