Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υποζύγιο
1 item total
υποζύγιο το [ipozíjiο] Ο40 : ζώο (γαϊδούρι, μουλάρι κτλ.) το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά φορτίων ή για την έλξη οχημάτων· φορτηγό ζώο: Φορτώθηκα σαν ~.

[λόγ. < αρχ. ὑποζύγιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go