Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υδρόβιος
1 item total
υδρόβιος -α -ο [iδróvios] Ε6 : που ζει ή που ευδοκιμεί μέσα ή πολύ κοντά στο νερό: Yδρόβιοι οργανισμοί. Yδρόβια φυτά / ζώα.

[λόγ. < μσν. υδρόβιος < υδρο- + -βιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go