Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδροχλώριο το [iδroxlório] Ο40 : (χημ.) χημική ένωση χλωρίου και υδρογόνου, αέριο άχρωμο με αποπνικτική οσμή και καυστικές ιδιότητες.
[λόγ. υδρο- + χλώριον μτφρδ. παλ. γαλλ. hydrochlorique]



