Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υδραγωγείο
1 item total
υδραγωγείο το [iδraγojío] Ο39 : μεγάλο τεχνικό έργο για την ύδρευση κατοικημένων περιοχών, με το οποίο γίνεται η συγκέντρωση του νερού από τις πηγές στο κύριο σημείο διανομής, δηλαδή στη δεξαμενή.

[λόγ. < ελνστ. ὑδραγωγεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go