Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υδατοσφαίριση
1 item total
υδατοσφαίριση η [iδatosférisi] Ο33 : (λόγ., αθλ.) άθλημα ανάλογο με το ποδόσφαιρο, που παίζεται μέσα στο νερό από δύο επταμελείς αντίπαλες ομάδες· (γουότερ) πόλο.

[λόγ. υδατο- + αρχ. σφαιρι- (σφαιρίζω) `παίζω με μπάλα΄ -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go