Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τωρινός
1 εγγραφή
τωρινός -ή -ό [torinós] Ε1 : που υπάρχει τώρα, που συμβαίνει στη σύγχρονη περίοδο ή στην εποχή που ζούμε· σημερινός2: Ο ~ διευθυντής. H τωρινή κυβέρνηση. Άλλα προβλήματα είχε η περασμένη γενιά και άλλα η τωρινή.

[μσν. τωρινός < τώρ(α) -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες