Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσούρμο
1 εγγραφή
τσούρμο το [tsúrmo] Ο39 : 1. (ναυτ.) πλήρωμα εμπορικού πλοίου. 2. (οικ., μειωτ.) πολλά άτομα που αποτελούν ένα σύνολο: Έχει ένα ~ παιδιά. Mας κουβαλήθηκε με όλο του το ~, με όλη την οικογένεια. Πού να βολέψεις όλο αυτό το ~; || (ως επίρρ.): Ήρθε ~ το σόι, όλο μαζί.

[αντδ. < ιταλ. ciurma `κατώτερο πλήρωμα καραβιού΄, θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ., < υστλατ. celeusma < αρχ. κέλευσμα `εντολή στους κωπηλάτες΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες