Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσιτσερόνε ο [tsitseróne] Ο (άκλ.) : (παρωχ., ειρ.) ξεναγός ή διερμηνέας.
[λόγ. < ιταλ. cicerone `ευφραδής, οδηγός τουριστών΄ < ανθρωπων. Cicerone, ιταλ. όν. του αρχαίου ρήτορα Cicero]