Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τροχονόμος
1 item total
τροχονόμος ο [troxonómos] Ο18 : αστυνομικός της τροχαίας που ρυθμίζει την κίνηση τροχοφόρων και πεζών: Πέρασε με κόκκινο και τον έγραψε ο ~.

[λόγ. τροχ(ός) (σύγκρ. τροχαία) -ο- + -νόμος κατά το αστυνόμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go