Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροχιοδεικτικό
1 εγγραφή
τροχιοδεικτικός -ή -ό [troxioδiktikós] Ε1 : που δείχνει την τροχιά: Tροχιοδεικτικό βλήμα, που είναι εφοδιασμένο με τροχιοδείκτη. || (ως ουσ.) το τροχιοδεικτικό, το τροχιοδεικτικό βλήμα.

[λόγ. τροχιοδείκτ(ης) -ικός μτφρδ. αγγλ. tracer-bullet]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες