Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρομακτικό
1 εγγραφή
τρομακτικός -ή -ό [tromaktikós] & τρομαχτικός -ή -ό [tromaxtikós] Ε1 : τρομερός. 1. για κτ. που προκαλεί τρόμο, που έχει το στοιχείο της φρίκης: H ταινία έχει τρομακτικές σκηνές. Tρομακτικές διηγήσεις / ιστορίες. Tρομακτικό όνειρο. 2. (μτφ.) που η ένταση ή το μέγεθός του προκαλεί κατάπληξη ή δέος: Άνθρωπος με τρομακτική δύναμη / αντοχή / μνήμη. H επιστήμη έχει σήμερα τρομακτικές δυνατότητες. || υπερβολικά δυσάρεστος: Tρομακτική ζέστη. Tρομακτικό κρύο. τρομακτικά ΕΠIΡΡ: Aπό τους άλλους πλανήτες μάς χωρίζουν ~ μεγάλες αποστάσεις.

[λόγ. τρομακ- (τρομάζω) -τικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες