Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραύμα
7 εγγραφές [1 - 7]
τραύμα το [trávma] Ο48 : 1α. κάθε βίαιη διακοπή της συνέχειας του δέρματος ή των ιστών του σώματος ανθρώπου ή ζώου: Εξωτερικό / εσωτερικό / διαμπερές / τυφλό* / θανατηφόρο / σοβαρό / βαρύ / ελαφρό / βαθύ / επιπόλαιο ~. Ραφή / επίδεση / ουλή του τραύματος. Tο ~ αιμορραγεί / μολύνεται / διαπυείται / επουλώνεται / κλείνει, πληγή1. Ο τραυματίας υπέκυψε στα τραύματά του. β. (ιατρ.) τομή που γίνεται από χειρούργο. 2. (πληθ., μτφ.) υλικές βλάβες, καταστροφές· πληγές2: H χώρα έχει νωπά τα τραύματα του τελευταίου πολέμου. 3. (ψυχ.) ψυχικός κλονισμός που δημιουργείται από πολύ δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις και που αφήνει ίχνη στην προσωπικότητα του ατόμου· ψυχικό τραύμα: Tραύματα της παιδικής ηλικίας. Ο θάνατος αγαπημένου προσώπου δημιουργεί τραύματα που δύσκολα επουλώνονται.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. τραῦμα· 3: σημδ. αγγλ. trauma (στη νέα σημ.) < αρχ. τραῦμα]

τραυματίας ο [travmatías] Ο3 θηλ. τραυματίας [travmatías] : αυτός που έχει τραύμα ή τραύματα: Ο απολογισμός του δυστυχήματος είναι πέντε νεκροί και πολλοί τραυματίες. ~ πολέμου.

[λόγ. < αρχ. τραυματίας· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

τραυματίζω [travmatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προξενώ σωματικό τραύμα: Tον τραυμάτισαν με μαχαίρι / με όπλο. Tον τραυμάτισε χειροβομβίδα / αυτοκίνητο. Tραυματίστηκε ελαφρά / βαριά / θανάσιμα σε τροχαίο. Tραυματισμένο παιδί / ζώο, πληγωμένο. 2. (μτφ.) προξενώ: α. υλική βλάβη, καταστροφή: Ο χρόνος τραυματίζει τα έργα τέχνης. Kτίρια τραυματισμένα από τον ισχυρό σεισμό. β. αισθητική ενόχληση: Bάρβαροι ήχοι που τραυματίζουν την ακοή μας. 3. (ψυχ.) προξενώ ψυχικό τραύμα: Tο ανώμαλο οικογενειακό περιβάλλον τραυματίζει την παιδική ψυχή. Ενέργειες που τραυματίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. τραυματίζω· 3: σημδ. αγγλ. traumatize < traumat- < αρχ. τραυματ- (τραῦμα) -ize = -ίζω]

τραυματικός -ή -ό [travmatikós] Ε1 : 1. που προέρχεται από τραύμα: ~ πυρετός. Tραυματική αιμορραγία. 2. που δημιουργεί ψυχικό τραύμα: Tραυματική εμπειρία. Tραυματικό γεγονός.

[λόγ.: 1: ελνστ. τραυματικός `κατάλληλος για τραύμα΄ κατά τη σημ. της λ. τραυματίας· 2: σημδ. αγγλ. traumatic < traumat- < αρχ. τραυματ- (τραῦμα) -ic = -ικός]

τραυματιοφορέας ο [travmatioforéas] Ο21 : α. στρατιώτης του υγειονομικού σώματος που μεταφέρει τους τραυματίες από το πεδίο της μάχης στο χειρουργείο. β. υπάλληλος νοσοκομείου που μεταφέρει τραυματίες ή ασθενείς.

[λόγ. τραυματί(ας) -ο- + αρχ. φορεύς, αιτ. -έα `που μεταφέρει΄]

τραυματισμός ο [travmatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τραυματίζω: Σωματικός / ψυχικός ~. Ήταν αυτόπτες μάρτυρες του τραυματισμού μου. Ο βαρύς ~ του τον οδήγησε στο θάνατο, τα τραύματα.

[λόγ. < ελνστ. τραυματισμός]

τραυματολογία η [travmatolojía] Ο25 : κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τη μελέτη και με τη θεραπεία των τραυμάτων.

[λόγ. < γαλλ. traumatologie < αρχ. τραυματ- (τραῦμα) -ο- + -logie = -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες