Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραμβαγέρης
1 εγγραφή
τραμβαγέρης ο [tramvajéris] Ο11 θηλ. τραμβαγέρισσα [tramvajérisa] Ο27 : οδηγός ή εισπράκτορας σε τραμ.

[λόγ. τραμβάι `τραμ΄ < αγγλ. tramway (ορθογρ. δαν.) -έρης με συμφωνοποίηση του μεσοφ. ημιφ.· τραμβαγέ ρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες