Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τραγιάσκα
1 item total
τραγιάσκα η [trajáska] Ο25 : είδος κασκέτου που το φορούν συνήθ. άνθρωποι της εργατικής τάξης.

[ρουμ. trăïască `ζήτω΄, επιφ. που θεωρήθηκε ουσ., επειδή ζητωκραυγάζοντας πετούσαν τους σκούφους στον αέρα, σύγκρ. ρεπούμπλικα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go