Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρίπλα η [trípla] & ντρίπλα η [drípla] Ο25α : 1. (κυρ. στο ποδ.) κινήσεις και ελιγμοί ενός ποδοσφαιριστή, που εξουδετερώνουν την αντίσταση παίκτη αντίπαλης ομάδας: Aυτός ο παίχτης έχει θαυμάσια ~ / κάνει θεαματικές τρίπλες. 2. (μτφ.) ελιγμός: Mε μια ~ ανέτρεψε όλα τα επιχειρήματά του.
[ντρ-: αγγλ. dribbl(e) -α με ανομ. ηχηρ. [d-b > d-p] · τρ-: αποηχηροπ. του αρχικού [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: ντομάτα - τομάτα]
- τριπλάρω [tripláro] -ομαι & ντριπλάρω [dripláro] -ομαι Ρ6 : (κυρ. στο ποδ.) με κινήσεις και ελιγμούς εξουδετερώνω την αντίσταση παίκτη αντίπαλης ομάδας.
[τρίπλ(α), ντρίπλ(α) -άρω]
- τριπλασιάζω [triplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. τρεις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο: Tριπλασίασε την έκταση της γης του / του κράτους του. Tα τελευταία χρόνια τριπλασιάστηκε η αξία των ακινήτων.
[λόγ. < ελνστ. τριπλασιάζω]
- τριπλασιασμός ο [triplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια του τριπλασιάζω, αύξηση κατά τρεις φορές: Ο ~ της περιουσίας / της αμοιβής / των εξόδων.
[λόγ. < ελνστ. τριπλασιασμός]
- τριπλάσιος -α -ο [triplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο· τριπλός2: Tο οικόπεδο που αγόρασε είναι τριπλάσιο από το δικό μου. Ο Kώστας παίρνει τριπλάσιο μισθό από το Γιώργο. || (ως ουσ.) το τριπλάσιο.
τριπλάσια ΕΠIΡΡ: Ορισμένα προϊόντα κοστίζουν ~ από πρόπερσι. [λόγ. < αρχ. τριπλάσιος]