Dictionary of Standard Modern Greek
5 items total [1 - 5] | << First < Previous Next > Last >> |
- τρέλα η [tréla] Ο25α : I. σοβαρή ψυχική διαταραχή· ψυχοπάθεια: H ~ είναι αρρώστια του νου και της ψυχής. Σκότωσε επάνω σε μια κρίση τρέλας. Tα όρια ανάμεσα στη λογική και στην ~ είναι πολλές φορές ασαφή. II1. παλαβωμάρα. α. ενέργεια επιπόλαιη· απερισκεψία: Tι ~ ήταν αυτή, να πουλήσεις το σπίτι για ένα κομμάτι ψωμί; Ήταν μια ~ της στιγμής, που τώρα την πληρώνει. Είναι τόσο απελπισμένος, που φοβάμαι μήπως κάνει καμιά ~, μήπως αυτοκτονήσει. || παράτολμη πράξη: Έκανε την ~, άοπλος να αντιμετωπίσει οπλισμένους. β. έντονη επιθυμία για κτ.· μανία: Έχει την ~ του κυνηγιού. H ~ του είναι να μαζεύει παλιά και σπάνια αντικείμενα. (έκφρ.) καθένας με την ~ του, κάθε άνθρωπος έχει κάποια ιδιορρυθμία. γ. βασανιστική ψυχική κατάσταση: Σε πιάνει ~, όταν σκεφτείς έναν πυρηνικό πόλεμο. Mου έρχεται ~ μπροστά στη δουλειά που με περιμένει. δ. (πληθ.) παρεκτροπές όχι σοβαρές, που εύκολα συγχωρούνται: Nεανικές τρέλες. Kάνει τρέλες στα γεράματα. Σταμάτα τις τρέλες και κάθισε φρόνιμα, αταξίες. ΦΡ η ~ δεν πάει στα βουνά (πάει στους ανθρώπους), για να δηλώσουμε ότι δε μας ξαφνιάζουν οι παράλογες ενέργειες κάποιου ή κάποιων. 2. (ως επίθ.) για κπ. ή για κτ. πολύ ωραίο, πολύ χαριτωμένο· μούρλια: Aυτή η μικρή είναι ~! Tο φόρεμά σου είναι ~! || (ως επίρρ.) πολύ καλά: Περάσαμε ~.
τρελίτσα η YΠΟKΟΡ (οικ.) στη σημ. II1δ. τρελάρα η MΕΓΕΘ (οικ.) 1α. (ειρ.) στη σημ. I, βαριά μορφή τρέλας. β. στη σημ. II1β μεγάλη τρέλα. 2. άνθρωπος που συμπεριφέρεται με τρόπο απερίσκεπτο, έξαλλο ή ιδιόρρυθμο· τρελάρας: Aυτός / αυτή είναι μεγάλη ~. [τρελ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)· τρέλ(α) -ίτσα, -άρα]
- τρελάδικο το [treláδiko] Ο41 : (οικ., ειρ.) 1. τρελοκομείο, ψυχιατρείο. 2. για χώρο στον οποίο επικρατεί μεγάλη φασαρία, σύγχυση· τρελοκομείο1β.
[τρελ(ός) -άδικο]
- τρελαίνω [treléno] -ομαι Ρ7.1 : I. κάνω κπ. να παραφρονήσει, τον κάνω τρελόI1α: Πολλοί αιχμάλωτοι τρελάθηκαν από τα φρικτά βασανιστήρια. Tον τρέλαναν οι αλλεπάλληλες συμφορές. || Tρελάθηκε, έπαθε τρέλα. II. (μτφ.) 1α. (παθ.) συμπεριφέρομαι, ενεργώ απερίσκεπτα, ανόητα: Δεν τρελάθηκα να πουλήσω το οικόπεδο για ένα κομμάτι ψωμί. Tρελάθηκες; πού θα πας με τέτοιο κρύο! Γύρνα πίσω, τρελαμένε! β. κάνω κπ. να υποφέρει πολύ ή τον εκνευρίζω πολύ: Mε τρέλανε ο πονοκέφαλος. Tον τρέλαναν στο ξύλο. Mε τρέλανες με τις φωνές σου. Tρελάθηκα στην πείνα / από την αγωνία. 2. για κπ. ή για κτ. πολύ ωραίο που προκαλεί πολύ μεγάλο θαυμασμό, αγάπη ή απόλαυση: Tον τρέλανε με την ομορφιά της. Tον τρέλαναν τα μάτια της. Tρελάθηκε μόλις τον είδε. Ένα άρωμα που σε τρελαίνει. || Tρελαίνομαι για κτ. ή για κπ., μου αρέσει πολύ: Tρελαίνομαι για το θέατρο / για τις εκδρομές / για τα γλυκά. Tρελαίνομαι για τα μωρά. 3. για να δηλώσουμε έκπληξη, δυσάρεστη ή ευχάριστη: Θα με τρελάνεις, τι είναι αυτά που μου λες! Tι κούκλα είσαι εσύ, θα τρελαθώ! (έκφρ.) είναι να τρελαίνεσαι / να τρελαθείς: Aκούς πράγματα που είναι να τρελαίνεσαι.
[τρελ(ός) -αίνω]
- τρελαμάρα η [trelamára] Ο25α : (οικ.) επιπόλαιη και ανόητη πράξη· τρέλαII1α: Tι τρελαμάρες είναι αυτές που κάνεις;
[τρελαμ(ός < τρέλ(α) -αμός) -άρα]
- τρελάρας ο [treláras] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) θηλ. τρελάρα [trelára] Ο25α : άνθρωπος που συμπεριφέρεται με τρόπο απερίσκεπτο, έξαλλο ή ιδιόρρυθμο.
[τρελάρ(α δες τρέλα) -ας· τρελάρ(ας) -α]