Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηλεπαθητικός
1 εγγραφή
τηλεπαθητικός -ή -ό [tilepaθitikós] Ε1 : που έχει σχέση με την τηλεπάθεια: H μεταβίβαση σκέψεως είναι ένα τηλεπαθητικό φαινόμενο. τηλεπαθητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. τηλε- + παθητικός σφαλερός σχηματισμός αντί τηλεπαθής μτφρδ. αγγλ. telepathic < tele- = τηλε- + -pathic = -παθής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες