Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τελωνείο
1 item total
τελωνείο το [telonío] Ο39 : 1. δημόσια υπηρεσία που βεβαιώνει και εισπράττει τους δασμούς για εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα: Περνάω κτ. από το ~, το εκτελωνίζω. Πληρώνω ~, τελωνειακό δασμό. ~ της Aθήνας / της Θεσσαλονίκης. 2. κτίριο όπου στεγάζονται οι τελωνειακές υπηρεσίες.

[λόγ. < μσν. τελωνείον < ελνστ. τελών(ιον) -είον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go