Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τελετάρχης
1 item total
τελετάρχης ο [teletárxis] Ο10 : αυτός που έχει την ευθύνη για την οργάνω ση και τη διεξαγωγή ενός επίσημου εορτασμού: Ορίστηκε ~ στη δοξολο γία για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.

[λόγ. < αρχ. τελετάρχης `που προΐσταται στην τέλεση των μυστηρίων΄ σημδ. γαλλ. maître des cérémonies]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go