Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τελειότητα
1 item total
τελειότητα η [teliótita] Ο28 : η ιδιότητα του τέλειου: Tον Παρθενώνα τον χαρακτηρίζει η ~ στις αναλογίες. Tο μάτι είναι όργανο θαυμαστό για την τελειότητά του. Ο άνθρωπος τείνει προς την ~.

[λόγ. < αρχ. τελειότης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go