Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τελειοποίηση
1 item total
τελειοποίηση η [teliopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τελειοποιώ: H ~ των συστημάτων ασφαλείας περιόρισε τα εργατικά ατυχήμα τα. Tα καινούρια μοντέλα των αυτοκινήτων έχουν πολλές τελειοποιήσεις σε σύγκριση με τα παλαιά, βελτιώσεις·.

[λόγ. τελειοποιη- (τελειοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go