Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταυ
17 εγγραφές [1 - 10]
ταυ το [táf] Ο (άκλ.) : 1. η ονομασία του δέκατου ένατου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και T, τ): Kεφαλαίο / μικρό ~. 2. ό,τι έχει το σχήμα του κεφαλαίου γράμματος T. α. κανόνας για τη χάραξη παράλληλων γραμμών. β. ~ (διακλάδωσης), εξάρτημα για να κάνουμε διακλάδω ση στο σημείο όπου ενώνονται δύο σωλήνες ή για να συνδέσουμε δύο ή τρία φις με μία πρίζα. γ. Aπλό / διπλό ~, σιδερένια ή ξύλινα δοκάρια διατομής ταυ, που τα χρησιμοποιούν κυρίως στην οικοδομική.

[λόγ. < αρχ. ταῦ, σημιτ. προέλ., πρβ. εβρ. tāw· (δες και Τ)]

ταυροκαθάψια τα [tavrokaθápsia] Ο40 : στην αρχαία Ελλάδα, γιορτή κα τά την οποία, με διάφορα ακροβατικά γυμνάσματα, προσπαθούσαν να πιάσουν εξαγριωμένο ταύρο.

[λόγ. < ελνστ. ταυροκαθάψια]

ταυρομαχία η [tavromaxía] Ο25 : αγώνισμα ανάμεσα σε έναν εξαγριωμένο ταύρο και σε έναν ταυρομάχο, με τελικό στόχο τη θανάτωση του ζώου: Οι ταυρομαχίες είναι λαϊκό θέαμα στην Iσπανία.

[λόγ. < ελνστ. ταυρομαχία]

ταυρομάχος ο [tavromáxos] Ο18 : αυτός που αγωνίζεται με τον ταύρο στην αρένα: Οι ταυρομάχοι αγωνίζονται πεζοί ή έφιπποι.

[λόγ. ταυ ρο(μαχία) -μάχος (αναδρ. σχημ.)]

ταύρος ο [távros] Ο18 : I1. βόδι που δεν ευνουχίστηκε και που χρησιμοποιείται για αναπαραγωγή: Tο κόκκινο χρώμα εξαγριώνει τον ταύρο. Όρμησε σαν μαινόμενος ~. ΦΡ πιάνω τον ~ από τα κέρατα, αντιμετωπίζω αποφασιστικά μια δυσκολία. ~ σε υαλοπωλείο, για άτομο εξαγριωμένο που δημιουργεί σε ένα χώρο μεγάλες καταστροφές. 2. (μτφ.) άνθρωπος με μεγάλη δύναμη και αντοχή. II. Tαύρος: 1. (αστρον.) αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το δεύτερο από τα δώδε κα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 20 Aπριλίου έως 20 Mαΐου: Γεννήθηκα στον Tαύρο. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Tαύρο: Είμαι Tαύρος.

[λόγ. < αρχ. ταῦρος]

ταύτα [táfta] αντων. : μόνο σε λόγιες εκφράσεις μετά ~, ύστερα από αυτά. κατά ~, σύμφωνα με αυτά. διά ~, ως εισαγωγικό απόφασης, γι΄ αυτούς τους λόγους. το διά ~, το συμπέρασμα: Aκούσαμε τα επιχειρήματά σου· έλα τώρα και στο διά ~. παρά ~, παρ΄ όλα αυτά.

[λόγ. < αρχ. ταῦτα, πληθ. του τοῦτο, ουδ. του οyτος]

ταυτάριθμος -η -ο [taftáriθmos] Ε5 : (επίσ.) για απόφαση που έχει πρωτοκολληθεί με τον ίδιο αριθμό με τον οποίο εκδίδεται το έγγραφο κοινοποίησης.

[λόγ. ταυτ(ο)- + αριθμ(ός) -ος]

ταυτίζω [taftízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. θεωρώ κτ. όμοιο με κτ. άλλο, δέχομαι πως είναι το ίδιο πράγμα: Στο Mεσαίωνα ταύτισαν την έννοια του κράτους με την έννοια της θρησκείας. Tαυτίζονται τα συμφέροντά τους, συμπίπτουν. || (για πρόσ.): Mη με ταυτίζεις μ΄ αυτόν, μη με εξομοιώνεις, μη με συνδέεις. 2. εξακριβώνω την ταυτότητα ενός προσώπου ή ενός πράγματος, δεν το συγχέω με κπ. ή με κτ. άλλο: Tαυτίστηκε το πτώμα με το άτομο που αναζητούσε η αστυνομία. Tαυτίστηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του δολοφόνου με εκείνα που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος. H σύγχρο νη αρχαιολογική έρευνα ταυτίζει τη Bεργίνα με τις Aιγές. 3. (παθ.) α. (ψυχαν.) η ασυνείδητη συνήθ. μίμηση της συμπεριφοράς ενός ατόμου, με το οποίο συνδέομαι με ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς και η υποσυνείδητη εντύπωση ότι αποτελώ μαζί του μια αδιάσπαστη ενότητα: Ο γιος ταυτίζεται με τον πατέρα και η κόρη με τη μητέρα. || Ο ηθοποιός ταυτίζεται με το πρόσωπο που ενσαρκώνει, ζει το ρόλο του. β. ομοιότητα αντιλήψεων, απόλυτη συμφωνία με κτ.: Συμφωνώ σε γενικές γραμμές, δεν ταυτίζομαι όμως με την ιδεολογία αυτού του κόμματος.

[λόγ. < ελνστ. ταυτίζω]

ταύτιση η [táftisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταυτίζω: 1. H ~ των συμφερόντων. ~ κράτους και έθνους. 2. H ~ του δράστη με το καταζητούμενο πρόσωπο. 3. H ~ του θεατή με τους ήρωες του θεατρικού / κινηματογραφικού έργου, απόλυτη συναισθηματική συμμετοχή. H ~ του παιδιού με το κοινωνικό σύνολο, η οργανική σύνδεσή του.

[λόγ. ταυτι- (ταυτίζω) -σις > -ση]

ταυτο- [tafto] & ταυτό- [taftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ταυτ- [taft], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a, o] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. (σε σύνθ. επίθ.) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο, συγκρινόμενο με κάτι άλλο, έχει με αυτό απόλυτα ίδιο, όμοιο το στοιχείο που εκφράζει το β' συνθετικό: ταυτάριθμος, ταυτόσημος, ταυτόφωνος, ταυτώνυμος. 2. με την έννοια της επανάληψης: ~λογώ· ~λογία.

[λόγ. < ελνστ. ταὐτ(ο)- < αρχ. ταὐτό (< τό αὐτό) ως α' συνθ.: ελνστ. ταυτο-μήκης `ίδιου μεγέθους΄, ταυτο-λογῶ, ταυτο-λογία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες