Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σύριγγα
2 items total [1 - 2]
σύριγγα 1 η [síriŋga] Ο28 : συσκευή για ενέσεις, παρακεντήσεις κτλ., που αποτελείται από ένα διαβαθμισμένο κύλινδρο, μία βελόνα που εφαρμόζεται στην άκρη του και ένα έμβολο που κινείται μέσα στον κύλινδρο: Γυάλινη ~. Πλαστική ~ μιας χρήσης.

[λόγ. < σύριγγα 2 (σύριγξ) αντδ. < γαλλ. seringue (στη νέα σημ.) < υσταλτ. syringa `κλύσμα΄ < αρχ. συριγγ- (σῦριγξ)]

σύριγγα 2 η : μουσικό όργανο που αποτελείται από ξύλινους, άνισους σε μέγεθος αυλούς, δεμένους ή συγκολλημένους με κερί και τοποθετημένους παράλληλα, κατά σειρά μεγέθους· σύριγγα του Πανός.

[λόγ. < αρχ. σῦριγξ, αιτ. -ιγγα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go