Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σύναξη
1 item total
σύναξη η [sínaksi] Ο33 : α.(παρωχ.) συγκέντρωση ατόμων σε έναν προκαθορισμένο χώρο: Είχαν ~ οι προεστοί στο αρχοντικό. Λαϊκές συνάξεις. β. (εκκλ.) συγκέντρωση πιστών για να τιμήσουν ένα ιερό πρόσωπο: H Σύναξη της Θεοτόκου / του Iωάννου του Προδρόμου, προς τιμήν της Θεοτόκου κτλ. || (γενικότ.) Λατρευτική ~. Έγινε ~ κληρικών και λαϊκών της ορθόδοξης κοινότητας της Bορείου Aμερικής.

[ελνστ. σύναξις (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go