Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφήγκα
1 εγγραφή
σφήκα η [sfíka] & σφήγκα η [sfíŋga] Ο25 : 1.έντομο της τάξης των υμενοπτέρων, με δηλητηριώδες κεντρί και με λεπτό μαυροκίτρινο σώμα, που μοιάζει με τη μέλισσα: Tο τσίμπημα της σφήκας είναι επώδυνο και επικίνδυνο. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός που με τη συμπεριφορά και με τα λόγια του πληγώνει ψυχικά τους άλλους.

[μσν. σφήκα, σφήγκα < αρχ. σφήξ ὁ, αιτ. -ῆκα μεταπλ. σε θηλ. κατα τη μέλισσα και παρετυμ. σφίγγω (επειδή έχει λεπτή μέση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες