Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνωμοσία
1 εγγραφή
συνωμοσία η [sinomosía] Ο25 : 1α.(νομ.) μυστική συνεννόηση ομάδας τριών τουλάχιστον ατόμων, που έχει σκοπό την ανατροπή μιας καθιερωμένης τάξης στον πολιτικό ή στο στρατιωτικό τομέα: Aξιωματικοί εξύφαναν ~ εναντίον της ηγεσίας του στρατού / για την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης. Συμμετοχή σε ~. Οργάνωση / αποκάλυψη συνωμοσίας. H ~ άπλωσε τα πλοκάμια της. β. μυστικές και ύπουλες ενέργειες δύο ή περισσότερων προσώπων, με σκοπό τη βλάβη ή την εξουδετέρωση κάποιου άλλου: Έκαναν ολόκληρη ~ για να εμποδίσουν την προαγωγή του / για να ματαιώσουν τα σχέδια των πολιτικών αντιπάλων τους. 2. μυστική συνεννόηση προσώπων ενός φιλικού ή συγγενικού κύκλου, που έχει σκοπό την προστασία ή την εξυπηρέτηση μέλους ή μελών που ανήκουν σ΄ αυτό: Έγινε ~ ολόκληρης της οικογένειας, για να τον εμποδίσουν να πουλήσει την περιουσία του. || (έκφρ.) ~ σιωπής, συμφωνημένη άρνηση να μη γίνει κτ. γνωστό, να μην έρθει κτ. στη δημοσιότητα.

[λόγ.: 1: αρχ. συνωμοσία· 2: σημδ. γαλλ. conspiration]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες