Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεύρεση
1 εγγραφή
συνεύρεση η [sinévresi] Ο33 : (λόγ.) 1. η ταυτόχρονη παρουσία με κπ. άλλο στον ίδιο τόπο. 2. συνουσία.

[λόγ. συν(ευρίσκομαι) -εύρεσις κατά το σχ.: ευρίσκομαι - εύρεσις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες