Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- συνδιάλεξη η [sinδiáleksi] Ο33 : συνομιλία, κυρίως μέσο του τηλεφώνου: Tηλεφωνική ~. || τηλεφώνημα: Είχα μια ~ μαζί του. Yποκλοπή (τηλεφωνικών) συνδιαλέξεων. Συνδιαλέξεις εσωτερικού / εξωτερικού.
[λόγ. συν(διαλέγομαι) -διάλεξις κατά το σχ.: διαλέγομαι - διάλεξις (-σις > -ση)]