Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπτωματικός
2 εγγραφές [1 - 2]
συμπτωματικός 1 -ή -ό [simptomatikós] Ε1 : που οφείλεται σε σύμπτωση· τυχαίος: H συνάντησή τους ήταν συμπτωματική. Δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι οι εξαγωγές μας μειώθηκαν. || Είναι συμπτωματικό ότι… συμπτωματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. συμπτωματικός]

συμπτωματικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με το σύμπτωμα μιας νόσου: Συμπτωματική θεραπεία, για την καταπολέμηση των συμπτωμάτων και όχι των αιτίων. ~ φορέας, που δεν είναι μόνο φορέας μιας νόσου αλλά έχει εκδηλώσει και τα συμπτώματά της. ANT ασυμπτωματικός.

[λόγ. < γαλλ. symptomatique < ελνστ. συμπτωματ- (σύμπτωμα) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες