Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλήβδην
1 εγγραφή
συλλήβδην [silívδin] επίρρ. : (λόγ.) όλοι ή όλα μαζί, χωρίς εξαίρεση, συχνά με επικριτική χροιά: Δεν μπορείς να χαρακτηρίζεις μια ολόκληρη επαγγελματική τάξη ~ εκμεταλλευτές. Mε το νομοσχέδιο καταργούνται ~ (όλες) οι φοροαπαλλαγές. (έκφρ., επιτατικά) ~ και αθρόα.

[λόγ. < αρχ. συλλήβδην]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες