Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στρατονόμος
1 item total
στρατονόμος ο [stratonómos] Ο18 : στρατιωτικός που υπηρετεί στη στρατονομία.

[λόγ. στρατο(νομία) -νόμος κατά το αστυνόμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go