Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στουκάρω
1 εγγραφή
στουκάρω [stukáro] Ρ6α : (οικ.) πέφτω με κάποιο όχημα επάνω σε κτ.: Στουκάρισε με τη μηχανή σε μια κολόνα. || τρακάρω: Πότε πρόλαβες κιόλας και το στούκαρες, καινούριο αμάξι;

[ιταλ. stoccar(e) `χτυπώ με μυτερό όπλο΄ με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες