Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοιχειώνω
1 εγγραφή
στοιχειώνω [stixóno] Ρ1α μππ. στοιχειωμένος : 1α. θυσιάζω άνθρωπο ή ζώο (το θάβω ή το σφάζω) στα θεμέλια ενός κτίσματος, για να γίνει στοιχειό που θα το προστατεύει: Tο γεφύρι της Άρτας δε στέριωνε αν δε στοίχειωναν άνθρωπο. Aκολουθώντας το παλαιό έθιμο, στοίχειωσαν έναν κόκορα στα θεμέλια του σπιτιού. || γίνομαι στοιχειό: Στοίχειωσε η ψυχή του σκοτωμένου. β. για τόπο που αποχτά στοιχειό, όπου υπάρχει στοιχειό: Στοίχειωσε το δάσος. || Στοιχειωμένο σπίτι / καράβι / δέντρο, όπου υπάρχει το κακοποιό πνεύμα κάποιου αδικοσκοτωμένου. 2. (μτφ.) για κτ. κακό, για μια νοσηρή κατάσταση που αναβιώνει ή επιβιώνει: Στοίχειωσε ο φασισμός και απειλεί.

[μσν. στοιχει(ώ) -ώνω < στοιχεί(ον) (δες στοιχειό) (διαφ. το ελνστ. στοιχειῶ `διδάσκω βασικές αρχές΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες