Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σταράτος
2 items total [1 - 2]
σταράτος 1 -η -ο [starátos] Ε3 : για επιδερμίδα που έχει ένα πολύ ελαφρά σκούρο χρώμα: Σταράτο πρόσωπο.

[στάρ(ι) -άτος]

σταράτος 2 -η -ο : για λόγο που διατυπώνεται χωρίς υπονοούμενα και υπεκφυγές· σαφής, ειλικρινής, ντόμπρος: Σταράτα λόγια. Σταράτες κουβέντες. σταράτα ΕΠIΡΡ απερίφραστα, ξεκάθαρα: Tου μίλησε ~.

[ίσως *αστεράτος < αστέρ(ι) -άτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go