Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουρτούκ
4 εγγραφές [1 - 4]
σουρτούκεμα το [surtúkema] Ο49 : η ενέργεια του σουρτουκεύω, άσκοπη περιπλάνηση.

[σουρτουκεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

σουρτουκεύω [surtukévo] Ρ5.2α : περιφέρομαι στους δρόμους, εδώ κι εκεί ή οπουδήποτε, άσκοπα: Πού σουρτούκευες πάλι χτες τη νύχτα;

[σουρτούκ(ης) -εύω]

σουρτούκης ο [surtúkis] Ο11 θηλ. σουρτούκα [surtúka] Ο25α & σουρτούκω [surtúko] Ο37α : (προφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που γενι κά αποφεύγει την οικογενειακή ζωή και τις υποχρεώσεις της και συνηθί ζει να γυρίζει εδώ κι εκεί, διασκεδάζοντας και αλητεύοντας: Tον ξεμυάλι σε μια σουρτούκα. Mωρή σουρτούκω, πού γύριζες όλη μέρα και δε μαγεί ρεψες;

[σουρτούκ(α) -ης· τουρκ. sürtük `γυρίστρα, ανήθικη γυναίκα΄ -α, -ω]

σουρτούκο το [surtúko] Ο39 : κοντό και φαρδύ αντρικό επανωφόρι ή σακάκι.

[βεν. sortu `γυναικείο πανωφόρι΄ < γαλλ. surtout ( [o > u] από επίδρ. του [r] ) (προσθήκη -κο;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες