Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σοδειά
1 item total
σοδειά η [soδjá] Ο24 : το σύνολο της παραγωγής ενός γεωργικού προϊόντος σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, η παραγωγή κυρίως σε ετήσια βά ση: H ~ του σταριού / της πατάτας.Φέτος είχαμε καλή ~. Ήταν πλούσια η ~. H βροχή κατέστρεψε τη ~. Mαζεύω τη ~.

[μσν. σοδεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. *ἐσοδεία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (δες στα εσοδεία, έσοδο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go