Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκοτσέζικος -η -ο [skotsézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε Σκοτσέζο ή που προέρχεται από τη Σκοτία: Σκοτσέζικο ουίσκι. Σκοτσέζικο ύφασμα. Σκοτσέζικη φούστα. Σκοτσέζικη τσιγκουνιά. Σκοτσέζικο ντους, ντους με την εναλλαγή ζεστού και κρύου νερού και ως ΦΡ για τη συνεχή εναλλαγή εκ διαμέτρου αντίθετων καταστάσεων τις οποίες υποχρεώνεται κάποιος να αντιμετωπίσει.
[Σκοτσέζ(ος) -ικος < ιταλ. scozzes(e) -ος < αγγλ. Scotch]