Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σκιάχτρο το [skáxtro] Ο39 : 1. πρόχειρο ανθρωπόμορφο κατασκεύασμα που στήνεται σε χωράφια, αγρούς ή κήπους για να φοβίζει τα πουλιά και να τα απομακρύνει από τους καρπούς και τα φρούτα. 2. (μτφ.) α. άνθρωπος τόσο αδύνατος που καταντάει δύσμορφος. β. (οικ.) οτιδήποτε προκαλεί το φόβο· φόβητρο: Tο ~ του πληθωρισμού.
[σκιακ- (σκιάζω) 2 -τρο με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]