Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκεβρός
1 εγγραφή
σκεβρός -ή -ό [skevrós] Ε1 : σκεβρωμένος.

[μσν. *σκεβρός (πρβ. μσν. σκεβρώνω) < (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες