Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκαιός -ή -ό [skeós] Ε1 : που συμπεριφέρεται ή που εκδηλώνεται με τρόπο απότομο και βάναυσο: ~ άνθρωπος. Σκαιό ύφος. Σκαιή συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. σκαιός `αριστερός, χοντροκομμένος΄]