Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σιτοπαραγωγός
1 item total
σιτοπαραγωγός -ός / -ή -ό [sitoparaγoγós] Ε16 : που παράγει σιτάρι: ~ χώρα / περιοχή. || (ως ουσ.) ο σιτοπαραγωγός, αυτός που καλλιεργεί και εμπορεύεται σιτάρι ή σιτηρά.

[λόγ. σιτο- + -παραγωγός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go