Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σιταρόσπορος
1 item total
σιταρόσπορος ο [sitarósporos] Ο20 : ο σπόρος, ο καρπός του σιταριού.

[μσν. *σιταρόσπορος (πρβ. μσν. σιταρόσπορον) < σιταρο- + σπόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go